σαλπιγκτής

σαλπιγκτής
σαλπ-ιγκτής, οῦ, ,
A trumpeter, Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in [dialect] Att. Inscrr.; [full] σαλπικτής, SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; [dialect] Boeot. [full] σαλπικτάς IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), [full] σαλπιγκτάς ib.3195 (Orchom., i B.C.); later [full] σαλπιστής, ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. [dialect] Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.
2 = ὄρνις ὁμοίως σάλπιγγι φθεγγόμενος, Phot.; = ὀρχίλος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαλπιγκτής — σαλπιγκτής, ο και σαλπιστής, ο και σαλπιχτής, ο 1. αυτός που παίζει σάλπιγγα. 2. στρατιώτης ειδικά εκπαιδευμένος να δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλπιγκτής — trumpeter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγκταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκτοῦ — σαλπιγκτής trumpeter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκτῇ — σαλπιγκτής trumpeter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκτήν — σαλπιγκτής trumpeter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπιγκτῶν — σαλπιγκτής trumpeter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπικταῖς — σαλπιγκτής trumpeter masc dat pl σαλπικτής trumpeter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλπικταί — σαλπιγκτής trumpeter masc nom/voc pl σαλπικτής trumpeter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”